- κίκαμα
- κίκαμα, τά, u. κῑκάμια, τά, od. κικαμία, ἡ, eine Gemüseart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κίκαμα — κίκαμα, τὰ, στον Ησύχ. κικαμία, ἡ (Α) είδος λάχανου όμοιου με την καυκαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. είναι χαρακτηριστική ονομασιών φυτών (πρβλ. σήσ αμα)] … Dictionary of Greek